- παρωπίς
- παρωπίς, ίδος, ἡ,A woman's mask, Poll.2.53.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρωπίς — woman s mask fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωπίδα — η / παρωπίς, ίδος, ΝΜΑ η καθεμιά από τής δερμάτινες πλάκες που καλύπτει από τα πλάγια τα μάτια τών ζεμένων ζώων νεοελλ. φρ. «έχω παρωπίδες» ή «φορώ παρωπίδες» μτφ. έχω πολύ περιορισμένο οπτικό πεδίο, δεν βλέπω όλες τις πλευρές κάποιου θέματος,… … Dictionary of Greek